- καθορώ
- (α) (* κατείδον) μετ. видеть; замечать;κατείδον τον κίνδυνον я увидел опасность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καθορώ — (AM καθορῶ, άω, Α ιων. τ. κατορῶ, άω) 1. βλέπω κάτι καλά, με ευκρίνεια, διακρίνω («κατώρα πᾱν μὲν οὐ τὸ στρατόπεδον», Ηρόδ.) 2. κατανοώ, αντιλαμβάνομαι («ὁ δὲ δῆμος ὑπὸ τοῡ πολέμου καὶ τῆς ὁμίχλης ἃ πανουργεῑς μὴ καθορᾷ σου», Αριστοφ.) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
καθορῶ — καθοράω look down pres imperat mp 2nd sg καθοράω look down pres subj act 1st sg (attic epic ionic) καθοράω look down pres ind act 1st sg (attic epic ionic) καθοράω look down pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) καθοράω look down pres ind … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθορῷ — καθοράω look down pres opt act 3rd sg καθοράω look down pres opt act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορώ — άω (ΑΜ ὁρῶ, άω, Α επικ. τ. ὁρόω, ιων. τ. ὁρέω, αιολ. τ. ὄρημι) 1. βλέπω, θωρώ, κοιτάζω («ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ ὁρᾱ», Μέν.) 2. (το παθ.) ορώμαι είμαι ορατός, είμαι θεατός, φαίνομαι, διακρίνομαι αρχ. 1. έχω την όρασή μου, έχω τα μάτια μου … Dictionary of Greek
προκαθορώ — άω, Α 1. παρατηρώ, εξετάζω εκ τών προτέρων 2. κατασκοπεύω εκ τών προτέρων («νῆας ἀπέστειλε προκατοψομένας», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καθορῶ «παρατηρώ, εξετάζω»] … Dictionary of Greek
προσκαθορώ — άω, Α παρατηρώ συνάμα, παρατηρώ επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + καθορῶ «βλέπω προς τα κάτω, παρατηρώ»] … Dictionary of Greek
συγκαθορώ — άω, Α βλέπω κάτι αμέσως ή συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καθορῶ «βλέπω κάτι με ευκρίνεια, διακρίνω»] … Dictionary of Greek